- εξιδανικευτικός
- η , ό[ν] идеализирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιδανικευτικός — ή, ό [εξιδανίκευση] αυτός που εξιδανικεύει … Dictionary of Greek
εξιδανικευτικός — ή, ό επίρρ. ά που εξιδανικεύει, ο κατάλληλος να εξιδανικεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)